ἐπιτρόπου

ἐπιτρόπου
ἐπίτροπος
one to whom the charge of anything is entrusted
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπικός — ή, ό (AM ἐπιτροπικός, ή, όν) [επίτροπος] μσν. νεοελλ. 1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιτροπική, τὸ ἐπιτροπικόν α) η δικαιοδοσία, η εξουσία τού επιτρόπου, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα β) το έγγραφο με το οποίο διορίζεται κάποιος επίτροπος… …   Dictionary of Greek

  • παρεπίτροπος — ο (νομ.) δεύτερος επίτροπος ανηλίκου, επιτηρητής τών πράξεων τού κυρίως επιτρόπου και αναπληρωτής του σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ επιτρόπου και επιτροπευόμενου ανηλίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + επίτροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπεύω — επιτρόπευσα, επιτροπεύτηκα, μτβ. 1. ασκώ καθήκοντα επίτροπου, είμαι επίτροπος κάποιου. 2. το παθ., επιτροπεύομαι βρίσκομαι σε κατάσταση επιτρόπευσης από άλλους, είμαι κάτω από την επίβλεψη επίτροπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντεπίτροπος — ο (AM ἀντεπίτροπος) ο αναπληρωτής του επιτρόπου νεοελλ. αξιωματικός της στρατιωτικής δικαιοσύνης, που αντιστοιχεί με τον αντεισαγγελέα της πολιτικής δικαιοσύνης …   Dictionary of Greek

  • απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α …   Dictionary of Greek

  • δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπεύω — (AM ἐπιτροπεύω) [επιτροπή] ασκώ καθήκοντα επιτρόπου, είμαι επίτροπος, επιστατώ, διευθύνω («ἦ τούτου ἕνεκα ἱκανὸς ἔσται ἐπιτροπεύειν;», Ξεν.) αρχ. 1. (με γεν.) διοικώ, κυβερνώ 2. (με αιτ.) διευθύνω, κυβερνώ, προΐσταμαι («θαυμάζω δ’ ὅπως τὸν δῆμον… …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”